…Μα μόλις ο ήλιος
ξεπροβάλλει, βλέπεις στις γωνιές των μπαλκονιών να πιάνουν απάγκιο οι άνεργοι,
λίγο να ζεσταθούν.
Μπουφάν βαρύ στο κορμί πάνω απ’ το χοντρό πουλόβερ, κασκόλ διπλωμένο στο
λαιμό, κάλτσες χοντρές στα ποδάρια και γάντια στα ξυλιασμένα δάχτυλα.
Σιγά-σιγά αρχινά το ξεφόρτωμα. Πρώτα ξεφορτώνονται τα
γάντια, μετά το κασκόλ και τέλος το μπουφάν.
Τώρα ναι. Πίνεται πιο ευχάριστα το πρωινό καφεδάκι και
διαβάζεται πιο άνετα η χτεσινή εφημερίδα. Τι να κάνουν; Λεφτά ν’ αγοράσουν δική
τους δεν έχουν. Ευτυχώς, φεύγοντας κάθε χάραμα για δουλειά ο φίλος, τους πετά
κάτω απ’ την πόρτα τη δική του απ’ τα χτες.
Τυχερός που είναι… Έχει ακόμη μεροκάματο. Όπως λέει όμως, σύντομα θα μπει
κι αυτός στην ουρά τής ανεργίας. Συζητιέται έντονα μεταξύ των συναδέλφων, πως
πάει για λουκέτο κι αυτή η μικρή επιχείρηση…
Ωχ, τραβήχτηκε ο ήλιος προς τα πέρα. Παίρνουν την καρέκλα
τους οι άνεργοι, το καφεδάκι και την εφημερίδα, και μετακομίζουν.
Στα κομμάτια πια! Με τίποτα δεν περνά η μέρα. Κι ούτε
ψυχή να πεις μια κουβέντα βρε αδελφέ! Όλοι κλεισμένοι στο καβούκι τους, να
κλαίει καθένας μόνος τη μοίρα του…
Ανάθεμά μας! Πώς θα ενωθούμε μωρέ ν’ αντέξουμε τα ζόρια
και ν’ αντεπιτεθούμε στους οχτρούς μας που μας κατάντησαν σκιές; Πώς;;; Πώς θα
μοιραστούμε τις σκέψεις μας αν δεν ξανοιχτούμε στα πέλαγα της γειτονιάς;;;
Φουρτουνιασμένα πέλαγα… Μόνο που η φουρτούνα τους χτυπά στα κρύα ντουβάρια των
διαμερισμάτων και δεν ξεχύνεται στους δρόμους. Προς το παρόν…
Θα σας αποκαλύψω κι ένα μυστικό επ’ αυτού. Να, κάτι
σκαρφίστηκα να σπάσω κάμποσα ντουβάρια εδώ γύρω. Μόνος μου; Τι λέτε καλέ; Δεν
υπάρχουν υπεράνθρωποι και υπερήρωες. Αυτά είναι παραμύθια…
Απλά, εγώ έριξα την ιδέα και στη συνέχεια βρέθηκαν καμιά
δεκαριά ακόμη άνεργοι που συμφώνησαν να την κάνουμε πράξη. Ε, στην αρχή ήμασταν
δυο, γίναμε τρεις, θα γίνουμε χίλιοι δεκατρείς…
Χμ… Κάτι ωραίο μαγειρεύει η γειτόνισσα. Μοσχοβολά ο
τόπος. Σα σπανακόριζο μυρίζει. Νά ’ναι καλά η γυναίκα. Κάπου-κάπου κόβει απ’ τη φτώχεια της δυο πιάτα
φαγητό και μας το προσφέρει. Θάνατος στα μακαρόνια! Τα σιχάθηκα πια!
Πω-πω… Μένω κι από τσιγάρα. Χα, κι άλλος λογαριασμός τής
ΔΕΗ... Απλήρωτος θα μείνει κι αυτός… Όλο φόρους και χαράτσια έχει μέσα. Μια
στάλα ρεύμα καταναλώνω, ίσα για να φτιάξω καφέ, να βράσω κάνα βρωμομακαρόνι και
να κάνω κάνα μπάνιο. Πού να τολμήσω ν’ ανάψω και ηλεκτρική σόμπα;;; Από ηλεκτρική
καρέκλα θα με περάσει η ΔΕΗ μετά, με το χρέος που θα μου έχει φορτώσει…
Αμάν… Γύρισε τελείως ο ήλιος. Πρέπει να κλειστώ μέσα.
Όπλα, μπαλάσκες και στο ψυγείο. Το καλοριφέρ στην αχρηστία δυο χρόνια τώρα.
Κανείς απ’ την πολυκατοικία δεν έχει λεφτά για πετρέλαιο. Μήτε κι όσοι από τύχη
εργάζονται ακόμη. Τρία και τέσσερα εκατοστάευρα το μήνα παίρνουν. Πού να βγουν
πέρα;;;
Κασκόλ, μπουφάν, γάντια και στο κρεβάτι. Κουκούλωμα με κουβέρτες ν’ αντέξω
το κρύο.
Το βράδυ… Αχχχ… Εκεί να δεις ψόφο! Μια θερμοφόρα στα πόδια κάτι κάνει όμως.
Α, όχι. Δεν βγάζω τις χοντρές κάλτσες. Αντίθετα. Φοράω κι άλλες από πάνω. Πώς
να ξεκουραστείς όμως, όταν κοιμάσαι με το βαρύ μπουφάν και το χοντρό πουλόβερ;
Σύντομα θα μου κόψουν και το ρεύμα πάντως. Και μετά… Μετά έρχεται η
κατάσχεση του διαμερίσματός μου. Ναι, έχω πάψει να πληρώνω τη δόση για το δάνειο
στην τράπεζα. Τρία χρόνια κοντεύω άνεργος…
Η γυναίκα μου; Άνεργη κι αυτή εδώ και οχτώ μήνες. Τα παιδιά μου; Άνεργος με
δυο πτυχία ο γιος μου, άνεργη με δυο παιδιά η κόρη μου.
Όλοι μας με μπουφάν, κασκόλ, χοντρές κάλτσες και θερμοφόρα…
Αμ τι νομίζατε; Πως ζούμε
κανονικά; Ε, ρε και να ξέρατε τι κρύβει πίσω της η κάθε πόρτα στις φτωχογειτονιές…
Α, τις προάλλες πήγα στο σούπερ-μάρκετ να πάρω πάλι
μακαρόνια. Μεγάλη η ουρά στο ταμείο. Μια …κυράτσα με μεγάλο καρότσι τίγκα σε
προϊόντα απλησίαστα για εμάς, καθυστερούσε όλους τούς υπόλοιπους. Τά ’χε βάλει
με την ταμία, γιατί τής έδωσε ρέστα απ’ το εκατοντάευρω, δέκα ευρώ, σε λιανά.
Πού νά ’βρισκε η κοπέλα ολόκληρο δεκάευρο; Όλοι οι
υπόλοιποι ψωνίζαμε πράγματα αξίας μέχρι δυο-τρία ευρώ το πολύ. Φτώχεια μαύρη
δηλαδή!
Καζάνι έγινε το κεφάλι μου απ’ την γκρίνια τής κυρίας
λεφτούς. Και δε μού ’φτανε αυτό, είχα κι
ένα πιτσιρίκι πίσω μου που ούρλιαζε γιατί ο πατέρας του δεν του έπαιρνε
σοκολάτα. Μα είχαν βάλει οι αθεόφοβοι και τις σοκολάτες φόρα παρτίδα μπροστά απ’
το ταμείο και σε προκαλούσαν… Μάταια πάσχιζε ο άνεργος πατέρας να πείσει το
παιδάκι, πως αν πάρουν σοκολάτα δεν θα έχουν να πληρώσουν τα μακαρόνια.
Μακαρόνια;;; Τα πετάω στην άκρη, παίρνω τη σοκολάτα, την
κερνάω στο πιτσιρικάκι και πάω σπίτι με άδεια χέρια…
Υπέροχη άδεια κατσαρόλα σήμερα!!!
(Αφιερωμένο στους κολασμένους
τής Ελλάδας
από τη συγγραφέα Καλή Γκέλμπεση,
με αφορμή ένα ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟ ΑΡΘΡΟ. ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ, ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΟ ΚΑΙ ΜΕΛΕΤΗΣΤΕ ΤΟ. ΑΞΙΖΕΙ ΤΟΝ ΚΟΠΟ!!!)
Πραγματικά σπουδαίο κείμενο, συγχαρητήρια για την επιλογή.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕυχαριστούμε για τα καλά σου λόγια.
ΔιαγραφήΚι είναι όντως ένα κείμενο βγαλμένο απ' την απόλυτη πραγματικότητα, που τείνει να αφορά την συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία τού λαού και γρήγορα μάλιστα.
Μαύρη φτώχεια φίλε Ευρυτάνη. Κι εσύ που ιχνηλατείς θα την βλέπεις και παραπέρα απ' τις κοντινές γειτονιές σου.
Τα συγχαρητήρια όμως, ανήκουν πρώτα στο ΚΚΕ κι έπειτα στο δημιουργό τού κειμένου, ή σ' εμάς που το αναρτήσαμε.
Χωρίς το ΚΚΕ, δε θα "γεννιόντουσαν" σήμερα συγγραφείς απ' το λαό για το λαό και τη λαϊκή υπόθεση...
Νά 'σαι καλά και καλές ιχνηλασίες