Το κολύμπι των …θεών
(δεύτερο μέρος)
Μέρα και νύχτα παίρναν τα ποδάρια της
φωτιά ψάχνοντας για δουλειά, μα τίποτα. Μέτραγε ήδη τρία γεμάτα χρόνια
ανεργίας. Η κρίση όμως βάθαινε διαρκώς, δημιουργώντας τεράστιες στρατιές
ανέργων. Κρίση την έπιανε μ’ αυτήν την κρίση, που δεν την πολυκαταλάβαινε
κιόλας. Πού οφειλόταν; Γιατί δεν σταμάταγε; Πού θα έφτανε; Γιατί βούλιαζε όλο
και περισσότερο η αγορά; Τι γίναν τα λεφτά; Άνοιξ’ η γη και τα κατάπιε; Φύγαν
απ’ τον πλανήτη; Κι αυτή η θερμοκρασία πια, είχε σκαρφαλώσει πάνω απ’ τους
σαράντα βαθμούς! Κι όπως άκουγε απ’ τα δελτία καιρού, θα παραμείνει εκεί για
πολλές μέρες!
Αχ και να μπόραγε να πάει διακοπές σε μια
παραλία. Αν συνδύαζε μάλιστα βουνό με θάλασσα, θα ήταν ακόμη καλύτερα! Ανάθεμα
την φτώχεια της! Κι είχε από πάνω και τις γιαγιάδες να την πρήζουν. «Έλα μαζί
μας βρε Εμπριμέ», την πιλάτευαν ολοένα. Πού στο καλό βρίσκαν το κέφι; Απ’ τον
Ιούνη κιόλας, παίρναν σβάρνα τις παραλίες. Σηκωνόντουσαν αχάραγο, ετοίμαζαν
κολατσιό, παγωμένο νερό, φορτωνόντουσαν και μια παλιοομπρέλα, κι έφευγαν
αφήνοντάς την ν’ απολαύσει την τουαλέτα.
Καλή η τουαλέτα όταν δεν την επισκέπτεσαι
με δελτίο, μα τ’ όνειρό της δεν ήταν να περάσει το καλοκαίρι σ’ έναν καμπινέ,
έστω κι ελεύθερο. Θάλασσα ήθελε! Να ξεφύγει και λιγουλάκι το μυαλό της απ’ τα
βάσανα, μπας και γλίτωνε κι ένα πιθανό εγκεφαλικό επεισόδιο. Ειδικά(!) τούτη τη
μέρα, που ήρθαν και τα χαμπέρια των κοριτσιών της. Ο τελευταίος δουλέμπορας που
τις είχε στη δούλεψή του εκεί στα ξένα, τους έφαγε ενός τετράμηνου μισθούς κι
εξαφανίστηκε! Ωχχχ, σκαστή σαν τον άντρα της θα πήγαινε, αν δεν αντιδρούσε στην
κατάθλιψη που την πλάκωνε. Οι γιαγιάδες! Ναι, αυτές θα την έσωναν! Πού είπαν
ότι θα πήγαιναν σήμερα; Α, ναι. Αριστερά απ’ τη μαρίνα στο…
Παρότι η Εμπριμέ σιχαινόταν αυτήν την
ταλαιπωρία τής αλλαγής πολλών μέσων μαζικής μεταφοράς, παίρνει τη μεγάλη
απόφαση Μια και δυο ετοιμάζει τον εξοπλισμό της. Ταυτότητα, μαγιό, πετσέτα,
σάντουιτς, καφές και παγωμένο νερό. Α, και την τσατσάρα της. Ομπρέλα θαλάσσης
και αντιηλικό λάδι δεν είχε, μα δεν πείραζε. Είχαν οι γιαγιάδες.
Λεωφορείο, μετρό, πάλι λεωφορείο, ξανά
λεωφορείο και η Εμπριμέ φτάνει στη μαρίνα. Πω, πω, πω! Τι κότερα είν’ τούτα;
Τεράστιες μονοκατοικίες! Γιατί δεν ξαμολιούνται στα πέλαγα και μένουν
αγκυροβολημένα εδώ; Πού είπαν πως θά ’ναι οι φοβερές και τρομερές γιαγιάδες; Α,
ναι. Δεξιά απ’ τη μαρίνα. Πού νά ’ναι; Πού νά ’ναι; Πού να τις βρει μέσα σε
τόσο κόσμο; Μιλιούνια! Είχε πιάσει και μεσημέρι, κι ήταν όλοι έξω απ’ το νερό.
Τρώγανε. Ένα τραπεζομάντιλο στρωμένο στην άμμο, κι επάνω του αραδιασμένα
φαγητά. Αυγά βραστά, κεφτέδες, τηγανητές πατάτες, φρέσκες ντομάτες και μπόλικο
ψωμί. Σα νά ’ταν όλοι τους συνεννοημένοι. Αλλά δε συνέβαινε αυτό. Απλά, ήταν
μια συγκριτικά φτηνή επιλογή που μπορούσε να ικανοποιήσει την αυξημένη όρεξη,
μια κι η θάλασσα ανοίγει την όρεξη. Όσο για τα ταβερνάκια εκεί παραπέρα, μέναν
παραπονεμένα και άδεια. Ποιος είχε λεφτά να πληρώσει… Τι τρομερή αντίθεση όμως!
Δεξιά τής μαρίνας στέκει αμύθητος πλούτος, κι αριστερά μιλιούνια φτωχολογιάς
χαμογελάνε κοροϊδευτικά στον ανελέητο καύσωνα. Πρόσωπα αργασμένα απ’ την σκληρή
δουλειά, την ανεργία και την αβεβαιότητα του αύριο, ξεσπάνε την οργή τους με
μια βουτιά. Πώς άρχισαν όμως οι άνθρωποι να γερνάνε τόσο γρήγορα πάλι; Πιο
γερασμένοι πάντως δείχνουν οι μετανάστες και οι μετανάστριες. Ωχ, τι τραβάνε τα
κοριτσάκια της εκεί στα ξένα! Ό,τι και οι περισσότεροι μετανάστες εργάτες εδώ,
σκέφτηκε με πίκρα, κι έριξε την πρώτη βουτιά στη θάλασσα.
Κολύμπησε κατά μήκος ψάχνοντας ταυτόχρονα
για τις συγκατοίκους της. Άφαντες όμως αυτές. Άλλη επιλογή δεν της έμενε
συνεπώς, απ’ το να πάρει το δρόμο τής επιστροφής. Αλλιώς, πώς θα άντεχε χωρίς
αντιηλικό και ομπρέλα κάτω απ’ τον τσουρουφλιστό ήλιο; Ψητή θα γινόταν!
Προκειμένου λοιπόν να πάθει ηλίαση και να ψηθεί σαν αρνί στη σούβλα, όταν
στέγνωσε πήρε τα πράματά της κι έφυγε τρέχοντας. Απ’ το άγχος της ξέχασε και
πού ήταν η στάση τού λεωφορείου. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση βρίζοντας, γιατί
είχε εξαφανιστεί η στάση…
Ωπ, έχει και δεξιά τής μαρίνας παραλία!
Βρε, μπας και της είπαν ότι θά ’ναι απ’ εδώ; Γιατί όχι; Είχε πολύ λιγότερο
κόσμο, όπως έβλεπε. Μα τι, στο καλό; Κι από πού μπήκαν μέσα; Εδώ υπήρχαν παντού
συρματοπλέγματα. Α, τις πονηρές! Να, μια τρύπα εκεί. Έχει γούστο… Καλά, πώς
σύρθηκαν εκεί κάτω; Ούτε η ίδια δεν μπορούσε να το κάνει εύκολα! Ώπα, να και
μια γαλάζια ομπρέλα σαν τη δική τους. Σαν… Πάντως, έμοιαζε αρκετά. Πού να δει
τόσο μακριά;
Η κυρα-Εμπριμέ που εμπόδια δε λογιάζει στη
ζωή της, βγάζει το φόρεμα μην το λερώσει, και μένει με το μαγιό. Σπρώχνει πρώτα
το σάκο της απ’ την τρύπα και μετά σούρνεται σα φίδι και περνά απ’ το
συρματόπλεγμα.
Η ομπρέλα ήταν άδεια. Προφανώς οι
γιαγιάδες κολυμπούσαν. Αφήνει λοιπόν τα πράματά της εκεί και ορμά κι αυτή στη
θάλασσα, να ξεπλυθεί απ’ το χώμα που γιόμισε το κορμί της απ’ το σούρσιμο, μα
και να δροσιστεί. Τηγανητή κόντευε να γίνει εκτεθειμένη τόση ώρα στον καυτό
ήλιο και τη θερμοκρασία των σαράντα βαθμών.
Τρία τέταρτα της ώρας έμεινε στ’ αλμυρό
νερό! Έριχνε μακροβούτι και χανόταν για ώρα. Μετά αναδυόταν να πάρει ανάσα και
ξανά μακροβούτι. Στα νιάτα της ήταν αθλήτρια στην κολύμβηση και είχε
εξαιρετικές επιδόσεις. Αφού λοιπόν μούλιασε για τα καλά και μάζεψε μπόλικη
δροσιά, βγήκε απ’ τη θάλασσα να ψάξει πάλι για τις συγκατοίκους της. Μα πού στο
καλό πήγαν; Μόνο η ομπρέλα υπήρχε εκεί, χωρίς τα πράγματά τους μάλιστα. Δυο
φορές έκανε πάνω-κάτω την παραλία, μα αυτές παρέμεναν άφαντες. Ε, σκασίλα της
στο φινάλε. Αφού είχε εξασφαλίσει σκιά, τι την έμελλε πού γυρόφερναν. Δεν ήταν
και παιδάκια για ν’ ανησυχήσει. Μήτε κι έρχονταν πρώτη φορά σ’ αυτά τα μέρη.
Κάπου δυο μήνες τώρα, ερχόντουσαν σχεδόν καθημερινά. Αλλά, τι κόσμος είν’
τούτος ’δώ; Καμιά σχέση δεν είχε με τους λουόμενους αριστερά τής μαρίνας.
Σίγουρα όμως οι πιο πολλοί ήταν ξένοι. Άγγλοι, Γάλλοι, Πορτογάλοι, Γερμανοί και
Ιταλιάνοι. Τούρκοι, Ρώσοι κι Ισπανοί, Ινδοί, Κινέζοι κι Αυστραλοί. Σαφώς και
Αμερικανοί. Κι άλλοι ήτανε. Πολλοί. Ελάχιστοι δε, αυτοί που μιλούσαν τη γλώσσα
της. Οι περισσότεροι ήταν μετανάστες. Απ’ τους τυχερούς ως φαίνεται. Ε, θά ’χαν
εξασφαλίσει μόνιμη και καλοπληρωμένη δουλειά. Τό ’δειχνε το παρουσιαστικό τους.
Οι πετσέτες και τα μπουρνούζια τους. Τα μαγιό τους. Τα γυαλιά ηλίου στα μάτια
τους. Απα, πα, πα! Κι ο κύριος πρωθυπουργός, εδώ; Να και δυο υπουργοί. Κι ο
αρχηγός τής αξιωματικής αντιπολίτευσης; Ε, καλά, αυτός είναι αριστερός. Δικαίως
να κάνει το μπάνιο του μαζί με εργαζόμενους μετανάστες. Ε, όχι! Αυτό πια δεν
περίμενε να το δει! Παρών και ο πρόεδρος των βιομηχάνων! Κι αυτός των
εφοπλιστών! Τους αναγνώρισε. Τους είχε δει στην τηλεόραση. Μα τι γίνετ’ εδώ;
Ώπα! Τι κρουαζιερόπλοιο είν’ αυτό που προσαράζει! Ολόκληρος ουρανοξύστης! Τι,
τι είπαν αυτοί δίπλα της; Εφοπλιστές είναι; Κι οι άλλοι; Επιχειρηματίες;
Βιομήχανοι; Έμποροι όπλων; Τραπεζίτες; Κι οι άλλοι… Πρωθυπουργοί και υπουργοί
άλλων χωρών; Μα… Τούτοι ’δώ δεν ήταν εργαζόμενοι μετανάστες, έστω και
καλοπληρωμένοι. Άλλο πράμα ήτανε…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
Το διήγημα είναι προσφορά τής συγγραφέως Καλής Γκέλμπεση στους ανεργοάφραγκους
και κυρίως σ’ αυτούς που τρέφουν αυταπάτες… Κι εμείς, το προσφέρουμε σ’ όλους σας.
Δικό σας!
Όσο για τα σημαντικότερα, σταθερά ΕΔΩ!!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου