Τετάρτη 13 Μαρτίου 2013

ΚΟΙΤΑ, ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΕΧΟΥΝ ΚΙΝΗΣΕΙ...



ΑΝ ΞΥΠΝΗΣΕΙΣ ΜΟΝΟΜΙΑΣ...

Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο ο ήχος του ατμοσίδερου. Χέρια σκληρά από την δουλειά, αλλά πάντα τρυφερά, χάιδευαν τα φρεσκοπλυμένα ρούχα, βάζοντας τα σε τάξη που μοσχοβολούσε λαϊκή ευκοσμία. Που και που σήκωνε την ματιά προς την τηλεόραση: Τηλεπερσόνες της βδομάδας παρίσταναν τις μπαλαρίνες…


Δεν βαριέσαι, δεν κάνουν και τίποτα κακό, χορεύουν… Η ματιά της στην οθόνη, θόλωνε το βλέμμα της. Πόσα χρόνια έχω να πάω κάπου, να ξεσκάσω ρε παιδί μου.

Βλέπετε εκείνη και ο άντρας της ανήκαν στην «συντεχνία» των ανέργων, εδώ και κάμποσο καιρό. Τα χέρια που έδεναν τ’ ατσάλι είχαν αρχίσει να «ξεχνούν»… Οι ματιές που καμάρωναν τα αποτελέσματα της δουλειάς τους, είχαν αρχίσει να «αγριεύουν»…


Το σπίτι, αγκαλιά κάποτε κι απαντοχή του ανθρώπου του μόχθου, είχε αρχίσει να γίνεται φυλακή…

Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο ο ήχος του ατμοσίδερου.


Στην οθόνη ένας γραβατοφορεμένος «σκυφτός» αφού της υπέβαλε τα σέβη του και της είπε πόσο την σκεφτόταν εκείνη και τον άντρα της, της «εξήγησε», ότι για τα βάσανά τους έφταιγε η οικογένεια των απέναντι.


«Αυτοί» της εκμυστηρεύθηκε, με μειλίχιο ύφος, «ανήκουν στην «συντεχνία» αυτών που δουλεύουν, έχε δε υπόψη σου ότι υπάρχει και μια ακόμα χειρότερη «συντεχνία» αυτών που δουλεύουν και πληρώνονται κιόλας».

«Επίσης», της είπε ακόμα «υπάρχει και μια ακόμα χειρότερη «συντεχνία», αυτών που θέλουν να κρατήσουν και τη δουλειά τους και τον μισθό τους και ζητάνε και δικαιώματα».


Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο ο ήχος του ατμοσίδερου.

«Ε! αυτό πάει πολύ, άκου δικαιώματα» μονολόγησε και σκέφτηκε πως μάλλον έχει δίκιο ο «σκυφτός». Εξάλλου θυμήθηκε πως όταν στην αρχή της ανεργίας της, απελπισμένη, είχε κατέβει και εκείνη στην «πλατεία» μουντζώνοντας και ζητώντας «κρεμάλες», για τους «κλέφτες», ο «σκυφτός» ήταν μαζί της…


Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στα αυτιά της ο ήχος του ατμοσίδερου.

Περίμενε στην ουρά για τα «χαρτιά» του επιδόματος ανεργίας. Η ματιά της περιπλανήθηκε στο χώρο και σταμάτησε πάνω σε μια γνωστή φιγούρα.
Ήταν ο «απέναντι» που μέσα σε μια μέρα είχε αλλάξει «συντεχνία». Χαιρετήθηκαν με το βλέμμα, δεν είχαν και ποτέ πολλά-πολλά, όμως εκείνη απόρησε και ντράπηκε λίγο, όταν παρατήρησε το «χαμένο» βλέμμα του γείτονα… Ντράπηκε, καθώς σκέφτηκε φευγαλέα, «μα μπορεί να μου φταίει αυτός;», αλλά πάλι ένιωθε κιόλας κουρασμένη ακόμα και να σκέφτεται…


Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στα αυτιά της ο ήχος του ατμοσίδερου καθώς έμπαινε με κάτι ψιλά στο σούπερ-μάρκετ να πάρει λίγο γάλα για τα παιδιά.
Στο ταμείο μια κοπελίτσα με νιάτα που έλαμπαν χτυπούσε νούμερα στην μηχανή… «Συντεχνία που δουλεύει και πληρώνεται» σκέφτηκε και ντράπηκε ακόμα μια φορά…


Φσσ… φσσ… ακουγόταν μέσα στο δωμάτιο ο ήχος του ατμοσίδερου.

Νάσου πάλι ο «σκυφτός» να της υποβάλλει τα σέβη του. «Ρε μήπως δεν είναι έτσι που τα λέει αυτός;» σκέφτηκε και τότε με μια κίνηση ο «σκυφτός» έβγαλε το χέρι του από την οθόνη, και γκρέμισε τα καλοσιδερωμένα ρούχα που μοσχοβολούσαν λαϊκή ευκοσμία. 

«Άκου να σου πω» της είπε αγριεμένος, «δεν σου είπα, ότι η χειρότερη «συντεχνία» είναι αυτών που σκέφτονται». Με θολωμένο από τα δάκρυα βλέμμα,βγήκε στο μπαλκόνι…


Φσσ… φσσ… άκουσε τον ήχο τού ατμοσίδερου από «απέναντι»…

Φσσ… φσσ… άκουσε τον ήχο του ατμοσίδερου από «παρακάτω» που έμενε η ταμίας…

«Τα σέβη μου» άκουσε τον «σκυφτό» μέσα σε όλα τα σπίτια των «συντεχνιών»…


Ένα παράπονο κι ένα σκίρτημα ανέβηκε στα στήθια της, σκέφτηκε πως κάτι «άλλο» την ένωνε με όλους αυτούς, που πάντως δεν ήταν ο κάθε «σκυφτός» που με λασπωμένο μειλίχιο χαμόγελο ήθελε να τους κάνει όλους να του μοιάζουν. 


Και η συνέχειαΕΔΩ 

 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου