Πέμπτη 27 Ιουνίου 2019

Η ΑΠΟΧΗ ΚΑΙ Η ...ΕΠΟΧΗ (Άνθρωποι και σκουλήκια)


Άνθρωποι και σκουλήκια

Με τη Σουλτάνα υπήρξαμε για ένα φεγγάρι συναδέλφισσες στη δούλεψη ενός δουλέμπορα που έπαιρνε εργολαβικά τον καθαρισμό κοινόχρηστων χώρων και κλιμακοστασίων πολυκατοικιών. Κι αν την θυμόμουν τόσο έντονα, ήταν απ’ το γέλιο της. «Κακαριστό». Αυτή ήταν η αντίδρασή της, η απάντηση της, σ’ ό,τι έβλεπε ή άκουγε, κι ας μην χώραγε γέλιο…
Στην αρχή την έκρινα ως χαζοχαρούμενη. Λειψή. Όμως δεν ήταν έτσι. Πονηρούλα ήταν. Για τούτο κι όταν χωριστήκαμε, όταν δηλαδή εγώ απολύθηκα, εκείνη ήδη είχε προαχθεί σε προϊσταμένη… Σε υπεύθυνη που κούναγε το καμτσίκι τής απόλυσης στις υπόλοιπες εργάτριες, για να φτύνουν όλο και περισσότερο αίμα στο πουγκί τού δουλέμπορα. Η αλήθεια είναι ότι πρέπει να μου χρωστά μεγάλη υποχρέωση, γιατί χωρίς εμένα θα παρέμενε τότε όπου κι εγώ. Στο κάτεργο του σφουγγαρόπανου… Αν δηλαδή δεν της μιλούσα για το συνδικάτο καθαριστριών, αν δεν της μιλούσα για έναν άλλο καλύτερο κόσμο τον οποίο μπορούμε να φτιάξουμε και ν’ απολαύσουμε, κι αν αυτή δεν έτρεχε πίσω απ’ την πλάτη μου να με καρφώσει στο αφεντικό, δεν θα είχε γίνει προϊσταμένη…
          Τα χρόνια πέρασαν. Κάπου δεκατρία τον αριθμό. Εγώ είχα μπει σε black list ως φαίνεται, και σε δουλεμπορικό δεν με ξαναπροσέλαβαν. Ούτε κι αλλού όμως, γιατί μεσολάβησε και η νέα καπιταλιστική κρίση, κι η ουρά τής ανεργίας με πέταξε στις τελευταίες θέσεις και! λόγω ηλικίας. Κάνα ψευτομεροκάματο έκανα μόνο, ως καθαρίστρια σε σπίτια μικροαστών απ’ εδώ κι απ’ εκεί, ώσπου έλειψε εντελώς κι αυτό. Νεοπτωχεύσαντες γαρ, που το πορτοφόλι τους περιορίστηκε κάτω απ’ τα πέντε χιλιάρικα ευρώ μηνιαίως. Πώς να πληρώνουν κι εμένα την «απαιτητική»… Προσανατολίστηκαν λοιπόν σε μοναχικές μετανάστριες και δη στις ταλαίπωρες που δεν είχαν νόμιμη παραμονή. Αυτές οι δόλιες, με το πιστόλι τής εξαθλίωσης στον κρόταφο και δίχως υποστηρικτικό περιβάλλον, σύρονται ως «εσωτερικές» εξυπηρετώντας τους σε εικοσιτετράωρη βάση επί πινακίου φακής κι ενός κρεβατιού να ρίχνουν το βασανισμένο κορμί τους, αν κι όποτε φυσικά προλαβαίνουν.


     Στη «ρουτίνα» μου εγώ, αναζητώντας δηλαδή μεροκάματο, μπήκα σ’ ένα απ’ τα μεγάλα σούπερ μάρκετ να κάνω αίτηση για δουλειά. Απ’ το ύφος τού προϊστάμενου εκεί, κατάλαβα ότι τσάμπα κόπο έκανα και πάλι, πρωτίστως λόγω ηλικίας… Βέβαια αν είχα «μέσον» θα με προσλάβαναν ως νεολαίισα με φρέσκο αίμα προς πόση…
Πήρα ένα μπουκαλάκι νερό κι ένα κουτάκι πορτοκαλάδα να στυλωθώ, γιατί ήταν προχωρημένο μεσημέρι κι εγώ από νωρίς το πρωί στους δρόμους να συμπληρώνω αιτήσεις για τον κάλαθο των αχρήστων… Με πόναγε βέβαια που θα ξόδευα και σχεδόν ένα ολόκληρο! ευρώ, μα προκειμένου να σωριαζόμουν αποφάσισα να το χαλαλίσω…
Απ’ τα τρία ταμεία τού σούπερ μάρκετ λειτουργούσε μόνο το ένα, αλλά ευτυχώς δεν είχε ουρά. Μόνο δυο πελάτισσες πριν από μένα. Η μία ήταν η Σουλτάνα. Την αναγνώρισα αμέσως. Εκείνη όμως δεν με αναγνώρισε. Ή μήπως καμώθηκε ότι δεν με ξέρει; Πάντως, δεν ήταν πλέον η γυναίκα που μόνο κακάριζε δίχως να μιλά ή να εκφράζει άποψη. Αντίθετα παρλάριζε ασταμάτητα, να πείσει την άλλη πελάτισσα και την ταμεία να μην πάνε να ψηφίσουν. Να κάνουν δηλαδή αποχή, όπως η ίδια που ετοιμαζόταν να φύγει για το χωριό της, ν’ απολαύσει τη θάλασσα. Γι’ αυτό κι είχε ψωνίσει κάπου διακόσια ευρώ προμήθειες. Ανάμεσα στα δυο καρότσια με τις προμήθειές της, στεκόταν ένα κοριτσάκι όχι πάνω από δέκα-δώδεκα ετών. Γυναίκα κι εγώ, κι ενίοτε η περιέργεια με τσιγκλά.
-Σουλτάνα! Πώς άλλαξες έτσι; Μοντελάκι έγινες! Κι η μικρούλα;
-Α! Παντρεύτηκα. Είναι η μοναχοκόρη μου. Εσύ τι κάνεις;
-Τι να κάνω… Ψάχνω για δουλειά.
-Αχχχ… κι εγώ δεν είμαι σε καλύτερη θέση.
-Γιατί καλέ μαμά; Εσύ όλο λες ότι μια χαρά θέση έχεις στο υπουργείο.
-Πάψε παιδί μου! Εννοούσα πως όταν πήγα για μια υπόθεση του πατέρα σου στο υπουργείο, ευτυχώς δεν περίμενα όρθια. Βρήκα μια θέση και κάθισα.
-Μα τι λες καλέ μαμά; Αφού εκεί δουλεύεις και τώρα ο νονός θα διορίσει και τον μπαμπά να δουλέψει εκεί. Γι’ αυτό δεν έγραψε το ταξί στ’ όνομα του αδελφού του που έχει άλλα δύο;
-Μην το ακούτε καλέ το παιδί μου. Λειψό είναι. Το παρακολουθεί ψυχολόγος. Αποχή που λέτε κυρίες μου! Αποχή να τους τιμωρήσουμε όλους! Να γιατί λέω ότι προτιμώ από αύριο κιόλας να πάω μια βόλτα στο χωριό μου, παρά να μείνω κατακαλόκαιρο και με τέτοιες ζέστες εδώ για να ψηφίσω. Δεν ψηφίζω κανέναν! Πάει και τελείωσε! Κάντε κι εσείς το ίδιο!
-Μην το κάνετε αυτό κυρία μου. Μην πληγώνετε έτσι το παιδί σας. Κοιτάξτε το πώς μαράζωσε μ’ αυτά που είπατε…, ακούστηκε εκρηκτική η χαμηλόφωνη παρατήρηση ενός νεαρού, που πήρε σειρά στο ταμείο μετά από μένα. Το αποτέλεσμα; Το κοριτσάκι ξεθάρρεψε και ξεσπάθωσε.
-Λειψή είσαι εσύ κυρία μαμά μου! Αλλιώς δεν θα γύρναγες κάθε μέρα από σπίτι σε σπίτι να λες ψέματα στον κόσμο ότι δεν θα ψηφίσεις τίποτα και θα κάνεις αποχή και να κάνουν όλοι το ίδιο. Κι εσύ κι ο μπαμπάς θα ψηφίσετε τον νονό μου τον υπουργό, που σε διόρισε στο υπουργείο του. Γι’ αυτό μεταφέρατε τα εκλογικά σας δικαιώματα ξανά στο χωριό και γι’ αυτό θα πάμε στο χωριό, κι όχι επειδή σ’ αρέσει εκεί. Έτσι δεν είπες; Ότι σιχαίνεσαι τους κωλόβλαχους στο χωριό δεν είπες; Ότι βρωμάνε κοπριά και προβατίλα δεν είπες;  Πως αν οι θυμωμένοι δεν κάνουν αποχή και ψηφίσουν εκείνο το πώς το λένε… κάπα… κάπα… κάτι, ότι κινδυνεύει ο νονός να μην ξαναείναι υπουργός και τότε δεν θα μπορέσει να διορίσει και τον μπαμά, δεν είπες; Ότι….
Δεν πρόλαβε η δωδεκάχρονη να βγάλει στη φόρα κι άλλα «τιμητικά» για τη μάνα της. Την σταμάτησε ένα …μητρικό χαστούκι που της προκάλεσε αιμορραγία απ’ τη μύτη. Το σκουλήκι! Ευτυχώς ο νεαρός πίσω μου ήταν γιατρός κι επενέβη αστραπιαία και αποτελεσματικά.
Επενέβην κι εγώ όμως. Άρπαξα ένα απ’ τα δύο γιαούρτια τού κιλού απ’ τα ψώνια της και της το φόρεσα καπέλο… τής ξεφτιλισμένης ύαινας! Της σκύλας! Της ρουφιάνας! Της βρωμοσκύλας φιλοτομαρίστριας, που μπρος στο προσωπικό της βόλεμα θυσιάζει και το παιδί της…         
      Η άλλη πελάτισσα ζήτησε με νόημα απ’ την ταμία να χρεώσει σ’ εκείνην το νερό μου και την πορτοκαλάδα μου. Τα έχωσε γρήγορα σε μια νάιλον τσάντα, μου τα έδωσε και μ’ έσπρωξε σχεδόν βίαια στην έξοδο. Η σκύλα σχημάτιζε ήδη τον αριθμό τής άμεσης δράσης στο πανάκριβο κινητό της…

  


          Προχωρώντας αργά-αργά ν’ απομακρυνθώ απ’ το σούπερ μάρκετ, γιατί το γοργά είχε τελειώσει για μένα, μια κι η φτώχεια με την ανεργία κουβαλούν ασθένειες και συνοσηρότητες με το πέρασμα του χρόνου, όπως άλλωστε και η σκληρή δουλειά, νοιώθω ένα χέρι να με πιάνει γερά απ’ το μπράτσο. Ήταν ο νεαρός γιατρός.
-Ελάτε, ελάτε σας παρακαλώ. Να, εδώ στην καφετέρια. Θα πιούμε έναν καφέ ώσπου να περάσει η …μπόρα.
-Ποια μπόρα; Βράζει ο τόπος.
-Ακριβώς. Βράζει ο τόπος… Το περιπολικό φτάνει σε λίγα λεπτά.
-Χμ… Κατάλαβα…
-Μην φοβάστε. Φτάνει να μην σας πιάσουν τώρα. Γιατί μετά… Χα, χα, χα!
-Δε μου λες κι εμένα να γελάσω λεβέντη μου, που τό ‘χω τόση ανάγκη…
-Αυτή η ύαινα, όπως σωστά την αποκάλεσες -μου επιτρέπεις τον ενικό φαντάζομαι, αυτή η ύαινα που λες, δεν έχει μάρτυρες εναντίον σου. Εγώ και η άλλη πελάτισσα την παρατήσαμε σύξυλη. Η ταμίας «δεν είδε» τι έγινε, οι υπόλοιποι εργαζόμενοι ούτε που «είδαν» ή «άκουσαν» κάτι, ο προϊστάμενος  ήταν στο γραφείο του και το μόνο που άκουσε ήταν ένα κορίτσι που έκλαιγε…
-Ευχαριστώ. Σας ευχαριστώ όλους. Να, μωρέ! Να πώς ο λαός μπορεί να ενωθεί μπρος στο δίκιο, βγάζοντας απ’ τη μέση τους ρουφιάνους! Αλήθεια, εσύ θα ψηφίσεις ή θα κάνεις αποχή;
-Μέχρι πριν λίγο, σκεπτόμουν πολύ σοβαρά την αποχή. Τώρα, είμαι στο πενήντα-πενήντα.
-Μου επιτρέπεις; Αυτή επικαλείται τάχα το κατακαλόκαιρο, για να πείσει τους θυμωμένους όπως είπε η μικρούλα, να κάνουν αποχή. Κάποιος πριν από πολλά χρόνια, αστυνομικός στο επάγγελμα και πρωτοπόρος ομολογώ για εκείνην την εποχή στην προπαγάνδα υπέρ τής αποχής, επικαλούνταν στην προπαγάνδα του το κρύο. Όχι πως ήταν καταχείμωνο, μα είχαν πιάσει νωρίς τα κρύα. Πού ν’ αφήσετε τη ζεστούλα σας και να τρέχετε για ψήφο; προσπαθούσε να επηρεάσει όποιον έπεφτε στα «νύχια» του. Κι όποιον δεν έβρισκε τυχαία, σκαρφιζόταν μια δικαιολογία να τον επισκεφτεί… Το αποτέλεσμα; Στο εκλογικό τμήμα που παρευρισκόμουν ως εκλογικός αντιπρόσωπος του κάπα… κάπα… κάτι…, όπως προσπάθησε να το πει η μικρούλα, ένας ψηφοφόρος έφτασε σχεδόν αχάραγο με ολόκληρη την οικογένειά του. Περίμεναν υπομονετικά και με πλατύ χαμόγελο να έρθει η ώρα ν’ ανοίξουν οι κάλπες.
-Χα, χα, χα! Μην μου πεις. Κατάλαβα ποιος ήταν. Ο αστυνομικός που προπαγάνδιζε την αποχή.
-Ακριβώς! Και για να μην στα πολυλογώ, το κάπα… κάπα… κάτι, πάλευε κι αυτός να μην δυναμώσει εκλογικά.
-Ok, μ’ έπεισες. Τέρμα και το πενήντα-πενήντα. Θα πάω να ψηφίσω! Δεν θα με ρωτήσεις τι θα ψηφίσω;
-Όχι. Ξέρω.
-Μπα, έχεις και κληρονομικό χάρισμα μαντείας; Χα, χα, χα!
-Τι άλλο θα μπορούσε βρε γιατρέ να ψηφίσει ένας μη ρουφιάνος, υποψιασμένος, αλληλέγγυος του δίκιου και μη χειραγωγημένος;
-Πώς ξέρεις ότι δεν είμαι χειραγωγημένος;
-Παραπλανημένος σ’ έναν βαθμό μπορεί να υπήρξες, χειραγωγημένος όμως όχι. Αλλιώς, δεν θα ήσουν τώρα εδώ, κι εγώ θα βρισκόμουν με χειροπέδες στο περιπολικό. Να, μόλις πέρασε. Έφυγε. Χωρίς εμένα όμως μέσα γιατρέ. Χα, χα, χα!
-Τέλεια. Ώρα να φύγουμε κι εμείς. Κι έχω αργήσει, να πάρ’ η ευχή… Οι καφέδες είναι πληρωμένοι από μένα. Εγώ φεύγω. Εσύ όμως μείνε κάνα τεταρτάκι ακόμη, γιατί έχει πολλά ποδάρια ο διάβολος. Άντε γεια και καλό μας κόκκινο βόλι!
-Δεν μου είπες όμως τ’ όνομά σου.
-Γιατρός. Το δικό σου;
-Μάνα
-Χάρηκα πολύ, Μάνα!
-Κι εγώ Γιατρέ! Καλό κόκκινο βόλι λοιπόν!
                   
Καλή Γκέλμπεση (συγγραφέας)


(Αφορμή για να σκαρώσω την παραπάνω μυθιστορία δεν είναι μόνο οι διάφοροι που περιδιαβαίνουν τις ρούγες ασθμαίνοντας να πείσουν τους «θυμωμένους» να κάνουν αποχή απ’ τις εκλογές. Είναι κι εκείνοι που οργανώνουν, ή τουλάχιστον προσπαθούν να οργανώσουν συγκεντρώσεις υπέρ τής αποχής, όπως ο ρουβίκωνας εδώ  https://www.athens.indymedia.org/post/1598632/ 
και δεν ξέρω πού αλλού. Άραγε τι υπηρετεί;;; Ρητορικό το ερώτημα…)



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου