Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2013

ΤΟ ΚΟΛΥΜΠΙ ΤΩΝ ...ΘΕΩΝ (1)





               Το κολύμπι των …θεών
                             (εισαγωγή)

Παιδάκι ήμουν όταν με πήγε ο πατέρας μου σ’ εκείνο το μεγάλο πάρκο. Έκτοτε δεν έτυχε ούτε απέξω να περάσω. Πρόσφατα όμως ένοιωσα την ανάγκη να το ξαναεπισκεφτώ. Και ω(!) τού θαύματος! Το θυμόμουν σα να τό ’χα περπατήσει χτες. Κι αυτός ο γέροντας με το παχύ μούσι και το μουστάκι... Πόσο μού θύμιζε το γονιό μου! Καθόταν στ’ αριστερό παγκάκι δίπλα στη λιμνούλα. Αυτό διέγειρε περισσότερο τις μνήμες μου. Εκεί ακριβώς είχαμε κάτσει τότε με τον πατέρα μου να ξαποστάσουμε. Εγώ έτρωγα παγωτό χωνάκι κι εκείνος μού ’λεγε ιστορίες.

«Κάθισε, μην ντρέπεσαι», με καλεί ο γέροντας. Άλλο που δεν ήθελα εγώ! Συστηθήκαμε, κι έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον όταν του είπα ότι μ’ αρέσει πολύ το διάβασμα και πως αυτό μ’ οδήγησε να γράφω. Ο ίδιος ήταν πολυταξιδεμένος. Συνταξιούχος ναυτεργάτης. Τι πιο φυσικό απ’ το ν’ αρχίσει να μου διηγείται ιστορίες απ’ τα κοντινά και μακρινά ταξίδια του στις θάλασσες;

Στο δίωρο που μοιραστήκαμε το ίδιο παγκάκι έμαθα πράματα και θάματα απ’ αυτόν τον υπέροχο θυμόσοφο. Εκείνο όμως που μ’ έβαλε σ’ ένα σωρό σκέψεις, ήταν η ιστορία τής Εμπριμέ. Μα όταν την αποτέλειωσε, έφυγε αθόρυβα, χωρίς καν να μ’ αποχαιρετήσει. Έτσι, σαν περαστικό σύννεφο που σου προσφέρει λίγη σκιά στην καυτή έρημο. Σαν ολόλαμπρος ήλιος που φανερώνεται μες στην απόλυτη παγωνιά να ζεστάνει λίγο την ψυχή σου. Γι’ αυτό ίσως και δεν τόλμησα να ενοχλήσω το φευγιό του, ενώ είχα τόσα ακόμη να τον ρωτήσω. Πώς τον λένε; Πού μένει; Θα ήθελε να ξανανταμώσουμε; Κι αυτή η Εμπριμέ για την οποία μού μίλησε με τόσο πάθος, ζει ακόμη; Πότε τη γνώρισε; Πώς; Πού; Ποια ήταν η πατρίδα της;

    

                Το κολύμπι των …θεών

                                      (πρώτο μέρος)

Καυτός Ιούλης και η Εμπριμέ καταριόταν τη μοίρα της που δεν μπορούσε να πάει διακοπές. Κι όχι για μια βδομάδα όπως το κατάφερνε κάποτε, μα για ολόκληρο το καλοκαίρι! Ναι, αυτή θα ήταν η καλύτερη εκδοχή. Έτσι κι αλλιώς, δεν είχε και τίποτα να κάνει στη μεγαλούπολη. Δεν είχε δηλαδή υποχρεώσεις. Οι κόρες της, δίδυμες, είχαν μεγαλώσει πια και είχαν τραβήξει το δρόμο τους. Καμιά δεκαετία πριν, είχε μείνει και χήρα. Σκαστός πήγε ο άντρας της, επειδή ένα μαγαζάκι που είχαν, τους το έφαγαν οι τράπεζες. Μαζί μ’ αυτό έφαγαν και το σπιτάκι τους, κληρονομιά απ’ τους γονείς της που δούλεψαν τριάντα χρόνια μετανάστες στις φάμπρικες. Βέβαια, όταν αυτή κι ο άντρας της έπαιρναν τα δάνεια, όλα έδειχναν πως ήταν αδύνατο να μην τα ξοφλήσουν. Πέταγε η αγορά! Κι αφού πέταγε, γιατί να μην ξανοιγόντουσαν λιγάκι, να διεύρυναν τη δουλειά τους; Γιατί να μην έκαναν το παλιό μαγέρικο σύγχρονο εστιατόριο; Στο κάτω-κάτω, οι τράπεζες μοίραζαν αβέρτα λεφτά και παρακαλετά! Διαφημίσεις επί διαφημίσεων, κι όλοι έτρεχαν να πάρουν. Με τόκο φυσικά, αλλά τι σημασία έχει; Απ’ την στιγμή που οι εργαζόμενοι είχαν αγοραστική δύναμη, κεφάλαιο και τόκοι ήταν για όλους παιχνιδάκι. Μόνο που αυτό το παιχνιδάκι αποδείχτηκε εντέλει στημένο…

Η αγορά άρχισε να βουλιάζει και να ρουφάει ό,τι δεν είχε σωσίβιο. Ό,τι κι όποιον δεν είχε γερό μπεζαχτά, ακόμη κι αν δεν είχε χρέη. Κι επειδή οι ωραίοι δεν έχουν καθόλου μπεζαχτά αλλά μονάχα χρέη, καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών… Μικροεπαγγελματίες τής πόλης και του χωριού, εργατοϋπάλληλοι και λοιποί ταλαίπωροι, βρέθηκαν στα ριζά ενός γλιστερού Γολγοθά, που δεν είχαν φανταστεί πως υπάρχει. Κι άντε τώρα να τον ανέβουν…

Εμφράγματα κι εγκεφαλικά απάλλασσαν τους πιο τυχερούς απ’ την οικονομική άβυσσο. Κάπως έτσι έμεινε χήρα και η κυρα-Εμπριμέ. Μόνο που δεν είχε περιθώριο ούτε πλερέζες να βάλει η γυναίκα. Χήρα, άστεγη, άνεργη και με δυο ανήλικα παιδιά, της ερχόταν να σηκώσει τον άντρα της απ’ τον τάφο και να του ρίξει ένα γερό βρίσιμο. Τη ρώτησε αυτήν που πήγε και πέθανε; Τη ρώτησε αν ήθελε να πεθάνει η ίδια και να φορτωθεί αυτός ό,τι της φόρτωσε εκείνης με το θάνατό του; Κάποια στιγμή μάλιστα, μες στη βαθιά απελπισία της σκέφτηκε και την αυτοκτονία. Σκέφτηκε μάλιστα ν’ αυτοκτονήσει με θεαματικό τρόπο, ώστε να κάνει τέτοιο ντόρο, που να ταρακουνηθούν οι ιθύνοντες. Για μια μοναδική στιγμή πέρασε βέβαια αυτή η ηλίθια σκέψη απ’ το μυαλό της, γιατί δεν ήταν δα και χαζή. Γνώριζε ότι μόνο χαρά θα έδινε στους ιθύνοντες ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα. Ποιος θα διαμαρτυρόταν για την κατάσταση αν όλοι αυτοχειριαζόντουσαν; Κανείς. Άρα, μια χαρά θα συνέχιζαν οι ιθύνοντες να ξεζουμίζουν τον κοσμάκη, ανενόχλητοι…

Δουλειά! Το πρώτο που έπρεπε να εξασφαλίσει ήταν το μεροκάματο. Κι ευτυχώς, η εμπειρία που είχε απ’ το μαγαζάκι τους, τη βοήθησε να βρει σχετικά σύντομα μια δουλίτσα. Μαγείρισσα σ’ ένα συνοικιακό μαγερειό που λειτουργούσε απ’ το πρωί ίσαμε το βράδυ. Πολλές οι ώρες και μεγάλη η κούραση, μα χαλάλι. Τουλάχιστον μπόραγε να πληρώνει ένα νοίκι κι εξασφάλιζε το φαγητό τής μέρας. Όσο για τη μικρή συνταξούλα που έπαιρνε σα χήρα τού θανόντα συζύγου της, ίσα που έφτανε για τα καθημερινά έξοδα των παιδιών, που μέσα σ’ αυτά ήταν και το φροντιστήριο που σπούδαζαν οι κόρες της μια συγκεκριμένη ξένη γλώσσα. Αγγλικά. Ήταν το μόνο που γλίτωσε απ’ τις δραματικές περικοπές που εξαναγκάστηκε να κάνει στη ζωή τους. Η αλήθεια είναι ότι έκανε και μια συμφωνία μαζί τους. Να τη διδάξουν κι αυτήν. Ήταν το μεράκι της να μιλά μια ξένη γλώσσα.  



Τέσσερα χρόνια δούλευε εκεί αγόγγυστα, μα όσο κι αν έκανε υπομονή, η αλήθεια δεν κρυβόταν. Η πελατεία στο μαγερειό μειωνόταν με κάθετους ρυθμούς, ο εργοδότης τής μείωνε κάθετα το μεροκάματό και τα μόνα που ανέβαιναν κατακόρυφα ήταν τα έξοδά της. Ακρίβαιναν τα τρόφιμα, τα εισιτήρια, το ρεύμα, κι ό,τι άλλο ήταν πρώτης ανάγκης. Μέσα σ’ όλα αυτά, ξέσπασε στη ράχη τού λαού και μια φοροεπιδρομή άνευ προηγουμένου, γιατί και το κράτος είχε χρέη. «Έχει ο θεός», υπομόνευε η κυρα-Εμπριμέ και δοξολογούσε τον ύψιστο που δεν ήταν κι εντελώς άνεργη. Τα λίγα είναι καλύτερα απ’ το καθόλου…

Απ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, μουρμούραγε κάθε που της έκανε περικοπές ο εργοδότης. Όχι πως ήταν παλιάνθρωπος ο έρμος, μα ούτε το δικό του μεροκάματο δεν έβγαινε πια. Εκείνη όμως, δεν έχανε κι εντελώς τις ελπίδες της. Ε, όπου νά ’ναι τέλειωναν και τα βλαστάρια της το σχολειό. Για σπουδές και πανεπιστήμια, ούτε λόγος! Αυτό ήταν ξεκαθαρισμένο απ’ τη μέρα τής κηδείας τού πατέρα τους. Κι ευτυχώς, τα πουλάκια της είχαν συμφωνήσει αδιαμαρτύρητα. Το μοναδικό βέτο που έβαλαν, ήταν το σχολειό. Ο κόσμος να χάλαγε(!), αυτό θα το τέλειωναν ως την τελευταία τάξη του. Η συμφωνία κλείστηκε και η μάνα τους έκοψε το λαιμό της να βοηθήσει τις κόρες της να τελειώσουν και το λύκειο. Λίγοι μήνες είχαν μείνει ακόμη και μετά θα έβρισκαν κι αυτές κάποια δουλίτσα. Η χαρά της δε λεγόταν!

Το μαγερειό δυστυχώς δεν άντεξε. Πριν μπει ο νέος χρόνος έβαλε λουκέτο. Και νά ’ταν μόνο αυτό; Πέρασαν άλλα δυο χρόνια, κι όχι μόνο η Εμπριμέ δε βρήκε δουλειά, μα ούτε οι κόρες της σταύρωσαν μεροκάματο. Η ανεργία κάλπαζε σα χάρος. Τσάκιζε κόκκαλα κι έπαιρνε ζωές. Τι να κάνουν κι αυτές; Είδαν κι απόειδαν, πήραν τα μάτια τους και φύγαν γι’ άλλη γη γι’ άλλα μέρη. Μετανάστριες…

Να μπορούσε κι η Εμπριμέ να τις ακολουθήσει και τι στον κόσμο! Μόνο που αυτό δε γινόταν. Τα δουλεμπορικά δεν ψάρευαν φτωχόγριες και φτωχόγερους για να δουλέψουν ως εργάτες κι εργάτριες σε ξένους τόπους. Ψάρευαν φτωχόπαιδα, γιατ’ ήθελαν φρέσκο αίμα. Το φρέσκο αίμα έχει μεγαλύτερες αντοχές! «Γριά είναι το μάτι σου!», είχε κατακεραυνώσει η Εμπριμέ τον δουλέμπορα. Άκου, γριά! Ούτε τα πενήντα δεν είχε κλείσει η γυναίκα.



Τα νέα απ’ την ξενιτειά δεν ήταν καλύτερα απ’ τα ντόπια. Σκληρή εκμετάλλευση και καμαρούλες δύο επί τρία για πέντε κι έξι μετανάστες και μετανάστριες μαζί. Το μεγαλύτερο δράμα των κοριτσιών της δε, ήταν η τουαλέτα. Κοινή για κάμποσες καμαρούλες των πέντε κι έξι ατόμων. Ποιος να πρωτοπάρει σειρά; Όσο για την ίδια, ζούσε με την πενιχρή συνταξούλα χηρείας. Μόνο που κι αυτή γινόταν όλο και πενιχρότερη, απ’ τις απανωτές μειώσεις λόγω κρίσης και απ’ τις απανωτές φοροεπιδρομές των κυβερνήσεων. Τι να κάνει κι αυτή; Πήρε τα μάτια της κι έφυγε. «Μετανάστρια» μέσα στην ίδια της την πόλη. Καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία για τρεις συγκάτοικους, κι ενέδωσε χωρίς δεύτερη σκέψη. Δυο γιαγιάδες εβδομήντα χρονών και η ίδια. Ρεφενέ το νοίκι, το ρεύμα, το νερό, η θέρμανση. Κι άντε τώρα με τις γιαγιάδες που τρέχουν κάθε λίγο στην τουαλέτα, να πάρει σειρά. Δύσκολα πράματα, μα δεν μπόραγε να κάνει κι αλλιώς. Κι ήταν ένα ανήλιαγο υπόγειο που δεν έπαιρνε κι από πουθενά αέρα! Να σκάσει της ερχότανε, μα δεν τό ’βαζε κάτω. Δε θ’ αυτοκτονούσε αυτή για να τη βγάλουν καθαρή οι υπεύθυνοι της κατάντιας της.

(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)

=======================

Το διήγημα είναι προσφορά τής συγγραφέως Καλής Γκέλμπεση στους ανεργοάφραγκους και κυρίως σ’ αυτούς που τρέφουν αυταπάτες… Κι εμείς, το προσφέρουμε σ’ όλους σας. Δικό σας!
Όσο για τα σημαντικότερα, σταθερά ΕΔΩ!!!



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου